άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
αμυγδάλα — Λίθινα κατασκευάσματα της κατώτερης παλαιολιθικής εποχής σε σχήμα αμυγδάλου. Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει να περιληφθεί σε μία και μόνη φάση η κατώτερη παλαιολιθική εποχή (δηλαδή η αχελλαία ή χελλαία περίοδος), με την ονομασία αμυγδαλινή… … Dictionary of Greek
βατραχόψαρο — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό επιστημονικά ως λοφίας οαλιεύς (lophius piscatorius). Το μεγάλο κεφάλι του και το μπροστινό μέρος του σώματός του είναι πεπλατυσμένα, γι’ αυτό πολύ λίγο προεξέχει από την επιφάνεια του αμμώδους ή λασπώδους βυθού, στον οποίο … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
ενδοθήλιο — το υμένας που αποτελείται από πεπλατυσμένα κύτταρα και επενδύει το έσω τοίχωμα τών αγγείων και τους ορογόνους … Dictionary of Greek
κακάο — Κοινή ονομασία τουδικοτυλήδονου φυτού θεόβρωμα το κ., της οικογένειας των στερκουλιιδών. Η χρήση του κ. ήταν ήδη γνωστή στους Μεξικανούς, πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής· χρησιμοποιούσαν τους σπόρους του ακόμα και ως νόμισμα. Ο Χριστόφορος… … Dictionary of Greek
κεφτές — και κιοφτές, ο είδος φαγητού από ψιλοκομμένο κρέας ζυμωμένο με διάφορα καρυκεύματα και τηγανισμένο σε σφαιροειδή ή ελαφρώς πεπλατυσμένα τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kofte] … Dictionary of Greek
κρυπτοφύκη — (cryptophyceae). Ομοταξία μονοκύτταρων φυκών, που περιλαμβάνει περισσότερα από 200 είδη. Είναι επίσης γνωστά ως κρυπτομονάδες. Τα κ. έχουν ωοειδές σχήμα, νωτοκοιλιακά πεπιεσμένο, μήκος 4 80 μικρόμετρα και φέρουν δύο μαστίγια. Οι φωτοσυνθετικές… … Dictionary of Greek
μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… … Dictionary of Greek
φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… … Dictionary of Greek